-
1 τρυφερός
τρυφερός, 1) weichlich, üppig; πλόκαμος Eur. Bacch. 150; Ar. Vesp. 551. 1169; schwelgerisch, wollüstig, μείδημα Mel. 65, χρώς Rufin. 2, Σκύλλα Mel. 67 (V, 198. 35. 190); παιδὸς σάρξ Ep. ad. 33 (XII, 136); ἕλικες κροτάφων Strabo 5 (XII, 10), u. öfter in der Anth.; – ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern Lebensweise der Athener, Thuc. 1, 6; – ἐσϑὴς κατὰ μαλακότητα τρυφερά, D. Sic. – 2) schwächlich, zerbrechlich, morsch, ψοφοδεὲς καὶ τρυφερόν ἐστι δι' ἀσϑένειαν, Plut. Phoc. 2.
-
2 ἁβρο-δίαιτος
ἁβρο-δίαιτος, üppig lebend (VLL. τρυφητής, περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής), Λυδοί Aesch. Pers. 41; διὰ τὸ-τον Thuc. 1, 6, von den alten Athenern, vorher steht ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν. So τὸ τῶν Φαιάκων-τον Ath. XII, 513 c; D. Hal. 9, 16; Hdn. 2, 7, 1. – Adv., Philo.
-
3 τρυφερός
τρυφερός, (1) weichlich, üppig; schwelgerisch, wollüstig; ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern Lebensweise der Athener; (2) schwächlich, zerbrechlich, morsch
См. также в других словарях:
τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… … Dictionary of Greek